Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στερφεύω — και στρεφεύω Ν [στέρφος] 1. (για ζώα) παύω να παρέχω γάλα («στέρφεψαν τα πρόβατα») 2. (για πηγή) παύω να δίνω νερό, ξεραίνομαι, στερεύω … Dictionary of Greek
στρεφεύω — Ν βλ. στερφεύω … Dictionary of Greek